ανοξαιμία

ανοξαιμία
Η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς. Λέγεται και ανοξυγοναιμία. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τροφοδότηση του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο είναι μικρότερη της κανονικής (πνευμονία κλπ.). Η ποσότητα του οξυγόνου εξαρτάται κυρίως από το ποσό της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, από το ποσοστό του οξυγόνου στον εισπνεόμενο αέρα, καθώς επίσης και από την ποσότητα του CO2 του αίματος. Έτσι, όσο περισσότερο είναι το CO2 του αίματος τόσο λιγότερη είναι η ποσότητα του δεσμευόμενου οξυγόνου, και αντίθετα όσο λιγότερο είναι το CO2 τόσο περισσότερο αυξάνεται η ικανότητα που έχει η αιμοσφαιρίνη να δεσμεύει το οξυγόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιποθυμία — και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) [λιποθυμώ] απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές τής όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ανοξυγοναιμία — ανοξυγοναιμία, η και ανοξαιμία, η (ιατρ.), η ελάττωση της οξυγόνωσης του αίματος και των ιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”