- ανοξαιμία
- Η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς. Λέγεται και ανοξυγοναιμία. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τροφοδότηση του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο είναι μικρότερη της κανονικής (πνευμονία κλπ.). Η ποσότητα του οξυγόνου εξαρτάται κυρίως από το ποσό της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, από το ποσοστό του οξυγόνου στον εισπνεόμενο αέρα, καθώς επίσης και από την ποσότητα του CO2 του αίματος. Έτσι, όσο περισσότερο είναι το CO2 του αίματος τόσο λιγότερη είναι η ποσότητα του δεσμευόμενου οξυγόνου, και αντίθετα όσο λιγότερο είναι το CO2 τόσο περισσότερο αυξάνεται η ικανότητα που έχει η αιμοσφαιρίνη να δεσμεύει το οξυγόνο.
Dictionary of Greek. 2013.